ἀναφᾶν

ἀναφᾶν
ἀνά-ἁφάω
to handle
pres part act masc voc sg (doric aeolic)
ἀνά-ἁφάω
to handle
pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic)
ἀνά-ἁφάω
to handle
pres part act masc nom sg (doric aeolic)
ἀναφᾶ̱ν , ἀνά-ἁφάω
to handle
pres inf act (epic doric)
ἀνά-ἁφάω
to handle
pres inf act (attic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Ἀναφᾶν — Ἀνάφη fem gen pl (doric aeolic) Ἀναφᾶ̱ν , Ἀναφᾶς masc gen pl (doric aeolic) Ἀναφᾶς masc acc sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επισταδόν — ἐπισταδόν (Α) επίρρ. 1. παραστέκοντας άλλους που είναι αράδα, διαδοχικά («νείκεον ἄλλοθεν ἄλλον ἐπισταδόν» τούς επιτίμησα διαδοχικά όλους στη σειρά, Ομ. Οδ.) 2. παραστέκοντας ο ένας τον άλλο («οἱ δ’ ἄρα δόρπον ἐπισταδὸν ὡπλίζοντο» αυτοί… …   Dictionary of Greek

  • ιλαδόν — ἰλαδόν και ἰληδόν (Α) επίρρ. 1. κατά ίλες, σε ίλες 2. άφθονα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἴλη + κατάλ. τροπ. επιρρ. δον (πρβλ. αναφαν δόν, πρηνη δόν). Ο τ. ἰλαδόν ήταν πιο εύχρηστος για μετρικούς λόγους] …   Dictionary of Greek

  • νοσφιδόν — (Μ) επίρρ. κρυφά. [ΕΤΥΜΟΛ. < νόσφι «μακριά, κρυφά» + επιρρμ. κατάλ. δόν (πρβλ. αναφαν δόν, σχε δόν)] …   Dictionary of Greek

  • ρυδόν — και ῥουδόν Α επίρρ. άφθονα, με ορμητική ροή. [ΕΤΥΜΟΛ. < μηδενισμένη βαθμίδα ῥυF τού ῥέω* + επιρρμ. κατάλ. δόν (πρβλ. αναφαν δόν). Ο τ. ῥουδόν ῥευστικῶς, που παραδίδει ο Ησύχιος, είναι διαλεκτικός, πιθ. λακωνικός] …   Dictionary of Greek

  • σκιρτηδόν — Α επίρρ. με σκιρτήματα, με τινάγματα, με πηδήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκιρτῶ + επιρρμ. κατάλ. δον (πρβλ. αναφαν δόν)] …   Dictionary of Greek

  • σπυριδόν — Α επίρρ. με σχήμα σπυρίδος, καλαθιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπυρίς, ίδος «καλάθι» + επιρρμ. κατάλ. δόν (πρβλ. αναφαν δόν)] …   Dictionary of Greek

  • στοχανδόν — Α επίρρ. σύμφωνα με εικασία, κατά φαντασίαν, υποθετικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < στόχος, πιθ. μέσω αμάρτυρου *στοχαίνω + επιρρμ. κατάλ. δόν (πρβλ. ἀναφαν δόν)] …   Dictionary of Greek

  • υποβληδόν — Α επίρρ. ὑποβλήδην*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὑποβλη τού ὑποβάλλω + επιρρμ. κατάλ. δον (πρβλ. ἀναφαν δόν)] …   Dictionary of Greek

  • ωρυδόν — Α επίρρ. με ουρλιαχτά, σαν ωρυόμενος λύκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠρύομαι + επιρρμ. κατάλ. δόν (πρβλ. ἀναφαν δόν)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”